- μοχέρ
- Τύπος μαλλιού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το καθιστούν μια από τις καλύτερες υφαντικές ίνες. Το μ. χαρακτηρίζεται από την απαλότητα, το μήκος και τη σχεδόν μεταξένια στιλπνότητα των ινών του. Λαμβάνεται από το τρίχωμα της κατσίκας της Αγκύρας (αγκορά), που εκτρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στη Μικρά Aσία και λιγότερο στη Νότια Αμερική (Περού, Χιλή).
* * *τοάκλ. τύπος ερίου που προέρχεται από την αίγα τής Αγκύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mohair < mocayare < ιταλ. mocaiarro < αραβ. mukhayyar. To αγγλ. mohair έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το hair «μαλλιά»].
Dictionary of Greek. 2013.